μονόφυλλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μονόφυλλο | τα | μονόφυλλα |
γενική | του | μονόφυλλου & μονοφύλλου |
των | μονόφυλλων & μονοφύλλων |
αιτιατική | το | μονόφυλλο | τα | μονόφυλλα |
κλητική | μονόφυλλο | μονόφυλλα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονόφυλλο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μονόφυλλος < ελληνιστική κοινή μονόφυλλος < αρχαία ελληνική μόνος + φύλλον
Ουσιαστικό επεξεργασία
μονόφυλλο ουδέτερο
- (βοτανική) (για φυτό) που έχει μόνο ένα φύλλο
- για κάτι (ύφασμα, τετράδιο κ.λπ.) που αποτελείται από ένα μόνο φύλλο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονόφυλλο
|