Δείτε επίσης: μονόφυλος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονόφυλλος η μονόφυλλη το μονόφυλλο
      γενική του μονόφυλλου της μονόφυλλης του μονόφυλλου
    αιτιατική τον μονόφυλλο τη μονόφυλλη το μονόφυλλο
     κλητική μονόφυλλε μονόφυλλη μονόφυλλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονόφυλλοι οι μονόφυλλες τα μονόφυλλα
      γενική των μονόφυλλων των μονόφυλλων των μονόφυλλων
    αιτιατική τους μονόφυλλους τις μονόφυλλες τα μονόφυλλα
     κλητική μονόφυλλοι μονόφυλλες μονόφυλλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονόφυλλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μονόφυλλος. Μορφολογικά αναλύεται σε μονό- + -φυλλος.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /moˈno.fi.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐νό‐φυλ‐λος

  Επίθετο επεξεργασία

μονόφυλλος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονόφυλλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μονόφυλλος (φυτό) με ένα φύλλο. Μορφολογικά αναλύεται σε μονό- + -φυλλος.

  Επίθετο επεξεργασία

μονόφυλλος

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μονόφυλλος τὸ μονόφυλλον
      γενική τοῦ/τῆς μονοφύλλου τοῦ μονοφύλλου
      δοτική τῷ/τῇ μονοφύλλ τῷ μονοφύλλ
    αιτιατική τὸν/τὴν μονόφυλλον τὸ μονόφυλλον
     κλητική ! μονόφυλλε μονόφυλλον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μονόφυλλοι τὰ μονόφυλλ
      γενική τῶν μονοφύλλων τῶν μονοφύλλων
      δοτική τοῖς/ταῖς μονοφύλλοις τοῖς μονοφύλλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς μονοφύλλους τὰ μονόφυλλ
     κλητική ! μονόφυλλοι μονόφυλλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μονοφύλλω τὼ μονοφύλλω
      γεν-δοτ τοῖν μονοφύλλοιν τοῖν μονοφύλλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονόφυλλος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μονό- + -φυλλος

  Επίθετο επεξεργασία

μονόφυλλος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία