μονομεθοδολογικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονομεθοδολογικός < μονο- + μεθοδολογικός
Επίθετο επεξεργασία
μονομεθοδολογικός, -ή, -ό
- που γίνεται / διεξάγεται με μία μόνο μέθοδο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονομεθοδολογικός
|