Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεθοδολογικός η μεθοδολογική το μεθοδολογικό
      γενική του μεθοδολογικού της μεθοδολογικής του μεθοδολογικού
    αιτιατική τον μεθοδολογικό τη μεθοδολογική το μεθοδολογικό
     κλητική μεθοδολογικέ μεθοδολογική μεθοδολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεθοδολογικοί οι μεθοδολογικές τα μεθοδολογικά
      γενική των μεθοδολογικών των μεθοδολογικών των μεθοδολογικών
    αιτιατική τους μεθοδολογικούς τις μεθοδολογικές τα μεθοδολογικά
     κλητική μεθοδολογικοί μεθοδολογικές μεθοδολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεθοδολογικός < μεθοδολογ(ία) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

μεθοδολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία