πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μονοθελήτης οι μονοθελήτες
      γενική του μονοθελήτη των μονοθελητών
    αιτιατική τον μονοθελήτη τους μονοθελήτες
     κλητική μονοθελήτη μονοθελήτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mo.no.θeˈli.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μονοθελήτης

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μονοθελήτης αρσενικό (θηλυκό μονοθελήτρια)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. μονοθελητισμός, μονοθελήτης - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.



Ετυμολογία

επεξεργασία
μονοθελήτης < μονο- + (ἐ)θέλω, θελη-[1] ή θέλη(σις) + -της

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μονοθελήτης αρσενικό

Αναφορές

επεξεργασία
  1. μονοθελητισμός, μονοθελήτης - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.