↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μονοθελητισμός οι μονοθελητισμοί
      γενική του μονοθελητισμού των μονοθελητισμών
    αιτιατική τον μονοθελητισμό τους μονοθελητισμούς
     κλητική μονοθελητισμέ μονοθελητισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μονοθελητισμός < μεσαιωνικά ελληνικά μονοθελήτ(ης) + -ισμός[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική monothélisme (μαρτυρείται από το 1865)[2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mo.no.θe.li.tiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐νο‐θε‐λη‐τι‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μονοθελητισμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. μονοθελητισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)