μονοθελήτρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονοθελήτρια < μονοθελή(της) + κατάληξη θηλυκού -τρια
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mo.no.θeˈli.tɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νο‐θε‐λή‐τρι‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμονοθελήτρια θηλυκό
- (θρησκεία) θηλυκό του μονοθελήτης
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μονοθελήτης
μονοθελήτρια
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: μονοθελητισμός