μιμογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μιμογράφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μιμογράφος < μῖμ(ος) + -ο- + -γράφος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mi.moˈɣɾa.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐μο‐γρά‐φος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμιμογράφος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- μιμογραφία
- → δείτε τις λέξεις μίμος και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία μιμογράφος
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μιμογράφος | οἱ | μιμογράφοι | ||||
γενική | τοῦ | μιμογράφου | τῶν | μιμογράφων | ||||
δοτική | τῷ | μιμογράφῳ | τοῖς | μιμογράφοις | ||||
αιτιατική | τὸν | μιμογράφον | τοὺς | μιμογράφους | ||||
κλητική ὦ! | μιμογράφε | μιμογράφοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μιμογράφω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μιμογράφοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μιμογράφος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μῖμ(ος) + -ο- + -γράφος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμιμογράφος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- μιμογράφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.