μιλόρδος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μιλόρδος | οι | μιλόρδοι |
γενική | του | μιλόρδου | των | μιλόρδων |
αιτιατική | τον | μιλόρδο | τους | μιλόρδους |
κλητική | μιλόρδε | μιλόρδοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μιλόρδος < (λόγιο δάνειο) γαλλική milord < αγγλική my Lord[1] (→ δείτε τις λέξεις my και lord) δείτε τη Συζήτηση:μιλόρδος
- Κατ' άλλες απόψεις, (λόγιο δάνειο) αγγλική my Lord με παλαιότερη μεταγραφή: μυλόρδος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /miˈloɾ.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐λόρ‐δος
Ουσιαστικό επεξεργασία
μιλόρδος αρσενικό (θηλυκό μιλέδη)
- (παρωχημένο) o λόρδος (και, ευρύτερα, ο αξιοσέβαστος Βρετανός)
- ※ Η άλλη ιστορία ηκούσθη να λέγεται στους Δελφούς, τον παρελθόντα αιώνα, όταν Δυτικοί αρχαιολόγοι κατεγίνοντο με την ανεύρεσιν των ερειπίων του περιφήμου Ναού του Απόλλωνος […]. Δεν πρόκειται περί τόσον περί ιστορίας, όσον περί προσπαθείας […] όπως ριφθή φως και δοθή εξήγησις εις τας παραδόξους συνηθείας των Μιλόρδων —δια της οποίας λέξεως εξυπονοούνται ενταύθα όχι οι καθ'εαυτού Βρεττανοί λόρδοι των μεγάλων περιηγήσεων, όπως ο Λόρδος Βύρων, αλλ' απλώς οι υποτιθέμενοι πλούσιοι ξένοι, οι οποίοι επλήρωναν συνεργεία ολόκληρα εργατών δια να ανακαλύψουν ό,τι δια τους χωρικούς δεν εθεωρείτο παρά τελείως άνευ ενδιαφέροντος παληές πέτρες.
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μιλόρδος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μιλόρδος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας