Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μιλέδη οι μιλέδες
      γενική της μιλέδης
    αιτιατική τη μιλέδη τις μιλέδες
     κλητική μιλέδη μιλέδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μιλέδη < (λόγιο δάνειο) γαλλική milady < αγγλική my Lady[1] (→ δείτε τις λέξεις my και lady) δείτε τη Συζήτηση:μιλέδη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /miˈle.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐λέ‐δη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μιλέδη θηλυκό (αρσενικό μιλόρδος)

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία