ενικός         πληθυντικός  
milord milords

  Ετυμολογία

επεξεργασία
milord <
  1. για τη σημασία «άγγλος αριστοκράτης» < (άμεσο δάνειο) γαλλική milord < αγγλική my Lord, → δείτε τις λέξεις my και lord
  2. για τη γραφή του < παραλλαγή από την αγγλική m'lord, παραφθορά του my Lord

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mɪˈlɔːd/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

milord (en)

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • milord στην αγγλική Βικιπαίδεια  



      ενικός         πληθυντικός  
milord milords

  Ετυμολογία

επεξεργασία
milord < (άμεσο δάνειο) αγγλική milord

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mi.lɔʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

milord (fr) αρσενικό

  1. μιλόρδος, με τις συγκεκριμένες, ακόλουθες σημασίες (θηλυκό milady):
    1. (παρωχημένο, οικείο) Βρετανός λόρδος
    2. (κατ’ επέκταση, λαϊκότροπο) πλούσιος ή σπουδαίος ΆγγλοςΑμερικανός)
  2. (παρωχημένο) τύπος ιππήλατης άμαξας

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία