Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροφυΐα οι μικροφυΐες
      γενική της μικροφυΐας των μικροφυϊών
    αιτιατική τη μικροφυΐα τις μικροφυΐες
     κλητική μικροφυΐα μικροφυΐες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροφυΐα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μικροφυΐα < μικροφυής < αρχαία ελληνική μικρός + φύω. Μορφολογικά αναλύεται σε μικρο- + -φυΐα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικροφυΐα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μικροφυΐ αἱ μικροφυΐαι
      γενική τῆς μικροφυΐᾱς τῶν μικροφυϊῶν
      δοτική τῇ μικροφυΐ ταῖς μικροφυΐαις
    αιτιατική τὴν μικροφυΐᾱν τὰς μικροφυΐᾱς
     κλητική ! μικροφυΐ μικροφυΐαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μικροφυΐ
γεν-δοτ τοῖν  μικροφυΐαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροφυΐα < μικροφυ(ής) + -ία. Μορφολογικά αναλύεται σε μικρο- + -φυΐα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικροφυΐα θηλυκό

  • κοντό ύψος, μικρό μέγεθος σώματος

  Πηγές επεξεργασία