μικροφυΐα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μικροφυΐα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μικροφυΐα < μικροφυής < αρχαία ελληνική μικρός + φύω. Μορφολογικά αναλύεται σε μικρο- + -φυΐα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμικροφυΐα θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα ή η κατατομή του μικροφυούς
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μικροφυΐα
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μικροφυΐᾱ | αἱ | μικροφυΐαι | ||||
γενική | τῆς | μικροφυΐᾱς | τῶν | μικροφυϊῶν | ||||
δοτική | τῇ | μικροφυΐᾳ | ταῖς | μικροφυΐαις | ||||
αιτιατική | τὴν | μικροφυΐᾱν | τὰς | μικροφυΐᾱς | ||||
κλητική ὦ! | μικροφυΐᾱ | μικροφυΐαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μικροφυΐᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μικροφυΐαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μικροφυΐα < μικροφυ(ής) + -ία. Μορφολογικά αναλύεται σε μικρο- + -φυΐα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμικροφυΐα θηλυκό
- κοντό ύψος, μικρό μέγεθος σώματος
Πηγές
επεξεργασία- μικροφυΐα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.