μικροσκελής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μικροσκελής | η | μικροσκελής | το | μικροσκελές |
γενική | του | μικροσκελούς* | της | μικροσκελούς | του | μικροσκελούς |
αιτιατική | τον | μικροσκελή | τη | μικροσκελή | το | μικροσκελές |
κλητική | μικροσκελή(ς) | μικροσκελής | μικροσκελές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μικροσκελείς | οι | μικροσκελείς | τα | μικροσκελή |
γενική | των | μικροσκελών | των | μικροσκελών | των | μικροσκελών |
αιτιατική | τους | μικροσκελείς | τις | μικροσκελείς | τα | μικροσκελή |
κλητική | μικροσκελείς | μικροσκελείς | μικροσκελή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικροσκελής < αρχαία ελληνική μικροσκελής < μικρός + σκέλος
Επίθετο επεξεργασία
μικροσκελής
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροσκελής
|