Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μακροπόδαρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μακροπόδαρ
ος
η
μακροπόδαρ
η
το
μακροπόδαρ
ο
γενική
του
μακροπόδαρ
ου
της
μακροπόδαρ
ης
του
μακροπόδαρ
ου
αιτιατική
τον
μακροπόδαρ
ο
τη
μακροπόδαρ
η
το
μακροπόδαρ
ο
κλητική
μακροπόδαρ
ε
μακροπόδαρ
η
μακροπόδαρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μακροπόδαρ
οι
οι
μακροπόδαρ
ες
τα
μακροπόδαρ
α
γενική
των
μακροπόδαρ
ων
των
μακροπόδαρ
ων
των
μακροπόδαρ
ων
αιτιατική
τους
μακροπόδαρ
ους
τις
μακροπόδαρ
ες
τα
μακροπόδαρ
α
κλητική
μακροπόδαρ
οι
μακροπόδαρ
ες
μακροπόδαρ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μακροπόδαρος
<
μακρο-
+
-πόδαρος
Επίθετο
επεξεργασία
μακροπόδαρος, -η, -ο
που έχει (
αναλογικά
με το
σώμα
του)
μακριά
πόδια
Άλλες μορφές
επεξεργασία
μακροπόδης
Συνώνυμα
επεξεργασία
μακροκάνης
/
μακρυκάνης
μακροσκέλης
ξυλάρας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μακροπόδαρος