μακροσκέλης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μακροσκέλης < μεσαιωνική ελληνική μακροσκέλης < αρχαία ελληνική μακροσκελής
Ουσιαστικό επεξεργασία
μακροσκέλης αρσενικό
- (ιδιωματικό) αυτός που έχει μακριά σκέλη, ιδίως πόδια
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μακροσκέλης
|