↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μιθριδατισμός οι μιθριδατισμοί
      γενική του μιθριδατισμού των μιθριδατισμών
    αιτιατική τον μιθριδατισμό τους μιθριδατισμούς
     κλητική μιθριδατισμέ μιθριδατισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μιθριδατισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική mithridatism < (ελληνιστική κοινήΜιθριδάτης (αρχαίος βασιλιάς των Μήδων)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μιθριδατισμός αρσενικό

  1. η απόκτηση ανοσίας σε τοξικές ουσίες και σε ειδικά δηλητήρια (ο Μιθριδάτης φέρεται να έπινε επί πολλά χρόνια μικρές δόσεις από δηλητήριο για να συνηθίσει ο οργανισμός του και να μην μπορούν οι εχθροί του να τον δολοφονήσουν με αυτό τον τρόπο)
  2. (κατ’ επέκταση) η διαδικασία κατά την οποία (δυσάρεστες) αλλαγές που έρχονται βαθμιαία, με πολύ αργό ρυθμό, σε βάθος χρόνου γίνονται ανεπαίσθητες

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία