Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετατραυματικός η μετατραυματική το μετατραυματικό
      γενική του μετατραυματικού της μετατραυματικής του μετατραυματικού
    αιτιατική τον μετατραυματικό τη μετατραυματική το μετατραυματικό
     κλητική μετατραυματικέ μετατραυματική μετατραυματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετατραυματικοί οι μετατραυματικές τα μετατραυματικά
      γενική των μετατραυματικών των μετατραυματικών των μετατραυματικών
    αιτιατική τους μετατραυματικούς τις μετατραυματικές τα μετατραυματικά
     κλητική μετατραυματικοί μετατραυματικές μετατραυματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετατραυματικός < μετα- + τραυματικός

  Επίθετο επεξεργασία

μετατραυματικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία