μετατραυματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μετατραυματικός < μετα- + τραυματικός
Επίθετο επεξεργασία
μετατραυματικός
- που συμβαίνει μετά από κάποιον τραυματισμό ή έρχεται ως αποτέλεσμα αυτού
Μεταφράσεις επεξεργασία
μετατραυματικός