Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταταγείς
μεταταγέντας
η μεταταγείσα το μεταταγέν
      γενική του μεταταγέντος
μεταταγέντα
της μεταταγείσας
μεταταγείσης*
του μεταταγέντος
    αιτιατική τον μεταταγέντα τη μεταταγείσα το μεταταγέν
     κλητική μεταταγείς
μεταταγέντα
μεταταγείσα μεταταγέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταταγέντες οι μεταταγείσες τα μεταταγέντα
      γενική των μεταταγέντων των μεταταγεισών των μεταταγέντων
    αιτιατική τους μεταταγέντες τις μεταταγείσες τα μεταταγέντα
     κλητική μεταταγέντες μεταταγείσες μεταταγέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταταγείς < αρχαία ελληνική μεταταγείς, μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος μετατάσσω < μετά + τάσσω < πρωτοελληνική *taťťō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *teh₂g-

  Επίθετο επεξεργασία

μεταταγείς

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία