Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταραίωση οι μεταραιώσεις
      γενική της μεταραίωσης* των μεταραιώσεων
    αιτιατική τη μεταραίωση τις μεταραιώσεις
     κλητική μεταραίωση μεταραιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταραιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταραίωση < μετα- + αραίωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dilution)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεταραίωση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία