μεταραίωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεταραίωση | οι | μεταραιώσεις |
γενική | της | μεταραίωσης* | των | μεταραιώσεων |
αιτιατική | τη | μεταραίωση | τις | μεταραιώσεις |
κλητική | μεταραίωση | μεταραιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταραιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταραίωση < μετα- + αραίωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dilution)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεταραίωση θηλυκό
- (ιατρική) χορήγηση φαρμάκου σε αργό ρυθμό και με αραίωση σε ισοτονικό διάλυμα
- ※ Οι αλλαγές της μικροκυκλοφορίας συσχέτιστηκαν με τις αλλαγές της sCysC σε όλο το δείγμα και με τη δόση στους διαβητικούς και ασθενείς που έλαβαν αιμοδιαδιήθηση με τη μέθοδο της μεταραίωσης. (*)