Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαβητικός η διαβητική το διαβητικό
      γενική του διαβητικού της διαβητικής του διαβητικού
    αιτιατική τον διαβητικό τη διαβητική το διαβητικό
     κλητική διαβητικέ διαβητική διαβητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαβητικοί οι διαβητικές τα διαβητικά
      γενική των διαβητικών των διαβητικών των διαβητικών
    αιτιατική τους διαβητικούς τις διαβητικές τα διαβητικά
     κλητική διαβητικοί διαβητικές διαβητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαβητικός < διαβήτης

  Επίθετο επεξεργασία

διαβητικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαβητικός αρσενικό

  1. αυτός που πάσχει από διαβήτη