• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

διαβητικός

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Μεταφράσεις
    • 1.3 Ουσιαστικό

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική διαβητικός διαβητική διαβητικό
γενική διαβητικού διαβητικής διαβητικού
αιτιατική διαβητικό διαβητική διαβητικό
κλητική διαβητικέ διαβητική διαβητικό
πτώση πληθυντικός
ονομαστική διαβητικοί διαβητικές διαβητικά
γενική διαβητικών διαβητικών διαβητικών
αιτιατική διαβητικούς διαβητικές διαβητικά
κλητική διαβητικοί διαβητικές διαβητικά


  Ετυμολογία Επεξεργασία

διαβητικός < διαβήτης

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

διαβητικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με το διαβήτη


  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    διαβητικός
  • γαλλικά : diabétique (fr)
  • ρουμανικά : diabetic (ro)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

διαβητικός αρσενικό

  1. αυτός που πάσχει από διαβήτη
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=διαβητικός&oldid=3995739"
Τελευταία επεξεργασία στις 24 Αυγούστου 2018, στις 22:15

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 24 Αυγούστου 2018, στις 22:15.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie