Δείτε επίσης: μεταπολιτευτικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταπολιτικός η μεταπολιτική το μεταπολιτικό
      γενική του μεταπολιτικού της μεταπολιτικής του μεταπολιτικού
    αιτιατική τον μεταπολιτικό τη μεταπολιτική το μεταπολιτικό
     κλητική μεταπολιτικέ μεταπολιτική μεταπολιτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταπολιτικοί οι μεταπολιτικές τα μεταπολιτικά
      γενική των μεταπολιτικών των μεταπολιτικών των μεταπολιτικών
    αιτιατική τους μεταπολιτικούς τις μεταπολιτικές τα μεταπολιτικά
     κλητική μεταπολιτικοί μεταπολιτικές μεταπολιτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταπολιτικός < μεταπολιτική + -ός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.ta.po.li.tiˈkos/

  Επίθετο επεξεργασία

μεταπολιτικός, -ή, -ό

  1. (πολιτική) που έχει σχέση με τη μεταπολιτική ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) μεταπολιτική

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία