Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταμορφικός η μεταμορφική το μεταμορφικό
      γενική του μεταμορφικού της μεταμορφικής του μεταμορφικού
    αιτιατική τον μεταμορφικό τη μεταμορφική το μεταμορφικό
     κλητική μεταμορφικέ μεταμορφική μεταμορφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταμορφικοί οι μεταμορφικές τα μεταμορφικά
      γενική των μεταμορφικών των μεταμορφικών των μεταμορφικών
    αιτιατική τους μεταμορφικούς τις μεταμορφικές τα μεταμορφικά
     κλητική μεταμορφικοί μεταμορφικές μεταμορφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταμορφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική métamorphique[1] < αρχαία ελληνική μετά + μορφή

  Επίθετο επεξεργασία

μεταμορφικός, -ή, -ό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. μεταμορφικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)