μεταμορφικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταμορφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική métamorphique[1] < αρχαία ελληνική μετά + μορφή
Επίθετο επεξεργασία
μεταμορφικός, -ή, -ό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταμορφικός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μεταμορφικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)