μεταλλοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεταλλοποίηση | οι | μεταλλοποιήσεις |
γενική | της | μεταλλοποίησης* | των | μεταλλοποιήσεων |
αιτιατική | τη | μεταλλοποίηση | τις | μεταλλοποιήσεις |
κλητική | μεταλλοποίηση | μεταλλοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταλλοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταλλοποίηση < μέταλλο + -ο- + -ποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική mineralization)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεταλλοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία μετατροπής οργανικών μερών] σε ανόργανα / ορυκτά
- η διαδικασία κάλυψης με μέταλλο μιας πλαστικής ή άλλης επιφάνειας
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταλλοποίηση