Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταλλογραφία οι μεταλλογραφίες
      γενική της μεταλλογραφίας των μεταλλογραφιών
    αιτιατική τη μεταλλογραφία τις μεταλλογραφίες
     κλητική μεταλλογραφία μεταλλογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταλλογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική métallographie < αρχαία ελληνική μέταλλον + γράφω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεταλλογραφία θηλυκό

  1. η μελέτη της δομής των μετάλλων και των κραμάτων τους, με οποιαδήποτε από μια ποικιλία τεχνικών
     συνώνυμα: μεταλλογνωσία
  2. η εγχάραξη γραμμάτων ή εικόνων σε μεταλλική πλάκα καθώς και (συνεκδοχικά) το αποτέλεσμα / έργο τέχνης που προκύπτει

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία