μετακανόνας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μετακανόνας < μετα- + κανόνας ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική metarule)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μετακανόνας αρσενικό
- (ηθική) κανόνας ηθικής συμπεριφοράς που περιγράφει την προσωπική ευθύνη και τον αναλογικό και δίκαιο τρόπο ανταπόκρισης σε μια κατάσταση όταν δεν υπάρχει ακριβής κανονισμός / κανόνας για το πώς πρέπει να συμπεριφερθούμε, μια δέσμευση για τη διατήρηση της αξιοπρέπειας και του σεβασμού στους άλλους ανθρώπους και την προσπάθεια να αποφευχθεί η προκλητική συμπεριφορά, ακόμη και όταν δεν υπάρχει κανονιστικό πλαίσιο γι' αυτό