Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μετακανόνας οι μετακανόνες
      γενική του μετακανόνα των μετακανόνων
    αιτιατική τον μετακανόνα τους μετακανόνες
     κλητική μετακανόνα μετακανόνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετακανόνας < μετα- + κανόνας ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική metarule)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετακανόνας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία