μετακάρπιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετακάρπιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μετακάρπιον < μετα- + καρπίον, υποκοριστικό του αρχαία ελληνική καρπός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.taˈkaɾ.pi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐κάρ‐πι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετακάρπιο ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- μετακάρπιος
- → δείτε τις λέξεις μετά και καρπός
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μετακάρπιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μετακάρπιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)