Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μετακάρπιο τα μετακάρπια
      γενική του μετακαρπίου
μετακάρπιου
των μετακαρπίων
    αιτιατική το μετακάρπιο τα μετακάρπια
     κλητική μετακάρπιο μετακάρπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετακάρπιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μετακάρπιον < μετα- + καρπίον, υποκοριστικό του αρχαία ελληνική καρπός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.taˈkaɾ.pi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τα‐κάρ‐πι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετακάρπιο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία