μετάστασις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μετάστασῐς | αἱ | μεταστάσεις |
γενική | τῆς | μεταστάσεως | τῶν | μεταστάσεων |
δοτική | τῇ | μεταστάσει | ταῖς | μεταστάσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | μετάστασῐν | τὰς | μεταστάσεις |
κλητική ὦ! | μετάστασῐ | μεταστάσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μεταστάσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μεταστασέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμετάστασις θηλυκό
- μετατόπιση
- απομάκρυνση
- μετανάστευση, μετοίκηση
- μεταβολή, μετατροπή
- ανατροπή, επανάσταση
- απαλλαγή
- (μεταφορικά) θάνατος
- (ιατρική) μετάσταση
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- μετάστασις ἡλίου: έκλειψη