Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μετάστασῐς αἱ μεταστάσεις
      γενική τῆς μεταστάσεως τῶν μεταστάσεων
      δοτική τῇ μεταστάσει ταῖς μεταστάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μετάστασῐν τὰς μεταστάσεις
     κλητική ! μετάστασῐ μεταστάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μεταστάσει
γεν-δοτ τοῖν  μεταστασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετάστασις < μεθίστημι < μετά + ἵστημι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετάστασις θηλυκό

  1. μετατόπιση
  2. απομάκρυνση
  3. μετανάστευση, μετοίκηση
  4. μεταβολή, μετατροπή
  5. ανατροπή, επανάσταση
  6. απαλλαγή
  7. (μεταφορικά) θάνατος
  8. (ιατρική) μετάσταση

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία