μετάστασις
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | μετάστασις | μεταστάσει | μεταστάσεις |
Γενική | μεταστάσεως | μεταστασέοιν | μεταστάσεων |
Δοτική | μεταστάσει | μεταστασέοιν | μεταστάσεσι(ν) |
Αιτιατική | μετάστασιν | μεταστάσει | μεταστάσεις |
Κλητική | μετάστασι | μεταστάσει | μεταστάσεις |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μετάστασις θηλυκό
- μετατόπιση
- απομάκρυνση
- μετανάστευση, μετοίκηση
- μεταβολή, μετατροπή
- ανατροπή, επανάσταση
- απαλλαγή
- (μεταφορικά) θάνατος
- (ιατρική) μετάσταση
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
- μετάστασις ἡλίου: έκλειψη