Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετοίκηση οι μετοικήσεις
      γενική της μετοίκησης* των μετοικήσεων
    αιτιατική τη μετοίκηση τις μετοικήσεις
     κλητική μετοίκηση μετοικήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετοικήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετοίκηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μετοίκησις + -ση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /meˈti.ci.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τοί‐κη‐ση
ομόηχο: μετοίκιση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετοίκηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία