Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετοίκιση οι μετοικίσεις
      γενική της μετοίκισης* των μετοικίσεων
    αιτιατική τη μετοίκιση τις μετοικίσεις
     κλητική μετοίκιση μετοικίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετοικίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετοίκιση < αρχαία ελληνική μετοίκισις + -ση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /meˈti.ci.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τοί‐κι‐ση
ομόηχο: μετοίκηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετοίκιση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)