Δείτε επίσης: μετοικώ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μετοικίζω < αρχαία ελληνική μετοικίζω < μετά + οἰκίζω < οἶκος

μετοικίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία