μετοικίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετοικίζω < αρχαία ελληνική μετοικίζω < μετά + οἰκίζω < οἶκος
Ρήμα
επεξεργασίαμετοικίζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μετοικίζω | μετοίκιζα | θα μετοικίζω | να μετοικίζω | μετοικίζοντας | |
β' ενικ. | μετοικίζεις | μετοίκιζες | θα μετοικίζεις | να μετοικίζεις | μετοίκιζε | |
γ' ενικ. | μετοικίζει | μετοίκιζε | θα μετοικίζει | να μετοικίζει | ||
α' πληθ. | μετοικίζουμε | μετοικίζαμε | θα μετοικίζουμε | να μετοικίζουμε | ||
β' πληθ. | μετοικίζετε | μετοικίζατε | θα μετοικίζετε | να μετοικίζετε | μετοικίζετε | |
γ' πληθ. | μετοικίζουν(ε) | μετοίκιζαν μετοικίζαν(ε) |
θα μετοικίζουν(ε) | να μετοικίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μετοίκισα | θα μετοικίσω | να μετοικίσω | μετοικίσει | ||
β' ενικ. | μετοίκισες | θα μετοικίσεις | να μετοικίσεις | μετοίκισε | ||
γ' ενικ. | μετοίκισε | θα μετοικίσει | να μετοικίσει | |||
α' πληθ. | μετοικίσαμε | θα μετοικίσουμε | να μετοικίσουμε | |||
β' πληθ. | μετοικίσατε | θα μετοικίσετε | να μετοικίσετε | μετοικίστε | ||
γ' πληθ. | μετοίκισαν μετοικίσαν(ε) |
θα μετοικίσουν(ε) | να μετοικίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μετοικίσει | είχα μετοικίσει | θα έχω μετοικίσει | να έχω μετοικίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μετοικίσει | είχες μετοικίσει | θα έχεις μετοικίσει | να έχεις μετοικίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μετοικίσει | είχε μετοικίσει | θα έχει μετοικίσει | να έχει μετοικίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μετοικίσει | είχαμε μετοικίσει | θα έχουμε μετοικίσει | να έχουμε μετοικίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μετοικίσει | είχατε μετοικίσει | θα έχετε μετοικίσει | να έχετε μετοικίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μετοικίσει | είχαν μετοικίσει | θα έχουν μετοικίσει | να έχουν μετοικίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μετοικίζω
|