Δείτε επίσης: μετοίκησις
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μετοίκισῐς αἱ μετοικίσεις
      γενική τῆς μετοικίσεως τῶν μετοικίσεων
      δοτική τῇ μετοικίσει ταῖς μετοικίσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μετοίκισῐν τὰς μετοικίσεις
     κλητική ! μετοίκισῐ μετοικίσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μετοικίσει
γεν-δοτ τοῖν  μετοικισέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μετοίκισις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μετοικί(ζω) + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μετοίκισις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία