μετοικεσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετοικεσία < ελληνιστική μετοικεσία < μετοικῶ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετοικεσία θηλυκό
- η μετάβαση σε άλλο τόπο, πιθανόν σε άλλη χώρα, για μόνιμη εγκατάσταση, η αλλαγή τόπου κατοικίας
- Οι απαλλαγές παρέχονται στα πρόσωπα που έχουν τη συνήθη κατοικία τους στο εξωτερικό, επειδή μεταφέρουν τη συνήθη κατοικία τους στην Ελλάδα, δηλαδή επειδή εγκαθίστανται μόνιμα στην Ελλάδα όπου μεταφέρουν ή δημιουργούν τους προσωπικούς και επαγγελματικούς τους δεσμούς. Επισημαίνεται λοιπόν ότι οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να ζητούν πιστοποιητικό Μετοικεσίας και να ασκούν το δικαίωμα, εφόσον πραγματικά έχουν αποφασίσει να εγκατασταθούν μόνιμα στην Ελλάδα, διαφορετικά, σε περίπτωση εικονικής Μετοικεσίας, συντελείται παράβαση η οποία συνεπάγεται την άρση της χορηγηθείσας απαλλαγής και εφαρμογή κυρώσεων. (από το δικτυακό τόπο gsis.gr)
- μετοικεσία στη Βαβυλώνα: η αναγκαστική μετοίκηση του λαού του Ισραήλ στη Βαβυλώνα μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τους Βαβυλώνιους
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μετοικεσία
|