μετοικήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμετοικήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μετοικώ
- θα μετοικήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μετοικώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαμετοικήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μετοίκηση