Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετάσταση οι μεταστάσεις
      γενική της μετάστασης* των μεταστάσεων
    αιτιατική τη μετάσταση τις μεταστάσεις
     κλητική μετάσταση μεταστάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταστάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετάσταση < αρχαία ελληνική μετάστασις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετάσταση θηλυκό

  1. (ιατρική) η εμφάνιση μιας ασθένειας σε άλλο σημείο ενός οργανισμού
    ※  Τότε ακόμη δεν είχε εμφανιστεί ο περίφημος όγκος που την έκανε μουγγή και, τελικά, την πέθανε το 1977, στη έκτη μετάσταση. (Γιάννης Ξανθούλης (1989) Ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας [μυθιστόρημα])
  2. (σπάνιο) αλλαγή, μεταστροφή

  Μεταφράσεις επεξεργασία