μετάσταση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μετάσταση | οι | μεταστάσεις |
γενική | της | μετάστασης* | των | μεταστάσεων |
αιτιατική | τη | μετάσταση | τις | μεταστάσεις |
κλητική | μετάσταση | μεταστάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταστάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μετάσταση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μετάστασις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετάσταση θηλυκό
- (ιατρική) η εμφάνιση μιας ασθένειας σε άλλο σημείο ενός οργανισμού
- ※ Τότε ακόμη δεν είχε εμφανιστεί ο περίφημος όγκος που την έκανε μουγγή και, τελικά, την πέθανε το 1977, στη έκτη μετάσταση. (Γιάννης Ξανθούλης (1989) Ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας [μυθιστόρημα])
- (σπάνιο) αλλαγή, μεταστροφή
- (εκκλησιαστικός όρος) ανάληψη του σώματος ενός Αγίου μετά την κοίμησή του
Μεταφράσεις
επεξεργασία μετάσταση
Πηγές
επεξεργασία- μετάσταση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μετάσταση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)