μετάρσιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μετάρσιος, -α, -ο
- (αρχαιοπρεπές) που αιωρείται, μετέωρος
Συγγενικά επεξεργασία
- μεταρσιώνω
- μεταρσίωση
- → δείτε τις λέξεις μετά και αίρω
Μεταφράσεις επεξεργασία
μετάρσιος
|