μεσόβαθρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμεσόβαθρο ουδέτερο
- το μεσαίο από μια σειρά βάθρων (γέφυρας κ.λπ.) ή το βάθρο που βρίσκεται ενδιάμεσα
- ※ Το συνολικό μήκος του γεφυριού είναι 123 μ. περίπου. Τα δύο νέα μεσόβαθρα και τα δύο εκατέρωθεν αυτών ανακατασκευασμένα, πλαισιώθηκαν με τσιμεντένιους στύλους για τη στήριξη του καταστρώματος. Οι στύλοι θεμελιώθηκαν πάνω στους πέτρινους προβόλους των βάθρων. Στο αριστερό άκρο του γεφυριού, από την κατάντη πλευρά, προστέθηκε τσιμεντένια αντηρίδα για την ενίσχυση του υπερυψωμένου νέου καταστρώματος από σκυρόδεμα. (Σωτήριος Γοργογέτας, Τα πέτρινα γεφύρια του νομού Τρικάλων, εκδ. Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Αιθήκων, Τρίκαλα ²2004, σελ. 136-137)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεσόβαθρο
|