Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεσόβαθρο τα μεσόβαθρα
      γενική του μεσόβαθρου των μεσόβαθρων
    αιτιατική το μεσόβαθρο τα μεσόβαθρα
     κλητική μεσόβαθρο μεσόβαθρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσόβαθρο < μέσος + -ο- + βάθρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεσόβαθρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία