Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεσαύλιον, -ου ουδέτερο

Αναφορές

επεξεργασία
  1. μεσαύλι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  3. μεσαύλιον - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεσαύλιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  • (μουσική) ενδιάμεσο μουσικό μέλος σε χορικά, παιγμένο με αυλό

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις μέσον και αὐλός

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
μεσαύλιον: αρχαίος κλιτικός τύπος  δείτε τις λέξεις μέσον και αὐλή

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

μεσαύλιον

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις μέσον και αὐλή