Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαχητός η μαχητή το μαχητό
      γενική του μαχητού της μαχητής του μαχητού
    αιτιατική τον μαχητό τη μαχητή το μαχητό
     κλητική μαχητέ μαχητή μαχητό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαχητοί οι μαχητές τα μαχητά
      γενική των μαχητών των μαχητών των μαχητών
    αιτιατική τους μαχητούς τις μαχητές τα μαχητά
     κλητική μαχητοί μαχητές μαχητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαχητός < αρχαία ελληνική μαχητός

  Επίθετο επεξεργασία

μαχητός,ή,ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαχητός < μάχη

  Επίθετο επεξεργασία

μαχητός,ή,όν

  • που μπορεί κάποιος να τον νικήσει
  • ἀθάνατον κακόν ἐστι, δεινόν τ' ἀργαλέον τε καὶ ἄγριον οὐδὲ μαχητόν : είναι απέθαντο κακό θεριό μονάχα, φριχτό και φοβερό κι ανήμερο κι αμάχητο μαζί (Οδύσ. Ραψ.Μ ή 12η, 119 -απόδοση Ν. Καζαντζάκης)

Συγγενικά επεξεργασία