ματσαράγκα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ματσαράγκα | οι | ματσαράγκες |
γενική | της | ματσαράγκας | — | |
αιτιατική | τη | ματσαράγκα | τις | ματσαράγκες |
κλητική | ματσαράγκα | ματσαράγκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ματσαράγκα < (άμεσο δάνειο) ιταλική mazzaranga[1] [2] / mazzeranga[1] [2] < mazza < δημώδης λατινική *mat(t)ea < λατινική mateola
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ma.t͡saˈɾaŋ.ɡa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐τσα‐ρά‐γκα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ματσαράγκα θηλυκό
- (λαϊκότροπο, αργκό) απάτη, απατεωνιά, κομπίνα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 «κόπανος για θρυμματισμό χαλικιών, πράξη κατάλληλη για εξομάλυνση δυσκολιών και κατανίκηση της υποψίας»: ματσαράγκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 ματσαράγκα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)