ματσαράγκας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ματσαράγκας < ματσαράγκα + -ας
Ουσιαστικό επεξεργασία
ματσαράγκας αρσενικό
- αυτός που κάνει ματσαράγκες, απατεώνας ή απατεωνίσκος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ματσαράγκας
|
ματσαράγκας αρσενικό
|