μπαγαποντιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπαγαποντιά | οι | μπαγαποντιές |
γενική | της | μπαγαποντιάς | των | μπαγαποντιών |
αιτιατική | την | μπαγαποντιά | τις | μπαγαποντιές |
κλητική | μπαγαποντιά | μπαγαποντιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπαγαποντιά < μπαγαμπόντης + -ιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπαγαποντιά θηλυκό
- η ιδιότητα του μπαγαπόντη
- μια πράξη ή ενέργεια ενός μπαγαπόντη
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πράξη