μαργραβάτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαργραβάτο < μαργράβ(ος) + -άτο (-άτος)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαργραβάτο ουδέτερο
- (ιστορία) η περιοχή δικαιοδοσίας και εξουσίας του μαργράβου, αντίστοιχη της μαρκιωνίας, καθώς και το αξίωμά του
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαργραβάτο