Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαρκιωνία οι μαρκιωνίες
      γενική της μαρκιωνίας των μαρκιωνιών
    αιτιατική τη μαρκιωνία τις μαρκιωνίες
     κλητική μαρκιωνία μαρκιωνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαρκιωνία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαρκιωνία θηλυκό

  1. (ιστορία) συνοριακή περιοχή που διοικείται στρατιωτικά από τον μαρκήσιο
  2. (ιστορία) το τιμάριο, η γαιοκτησία που ανήκει στον ευγενή που φέρει τον τίτλο του μαρκήσιου και συνδέεται με την κατοχή αυτού του τίτλου
     συνώνυμα: μαρκιζάτο
    → δείτε και τις λέξεις μαργραβάτο και μαρκία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία