μαρκιωνία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαρκιωνία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαρκιωνία θηλυκό
- (ιστορία) συνοριακή περιοχή που διοικείται στρατιωτικά από τον μαρκήσιο
- (ιστορία) το τιμάριο, η γαιοκτησία που ανήκει στον ευγενή που φέρει τον τίτλο του μαρκήσιου και συνδέεται με την κατοχή αυτού του τίτλου
- ≈ συνώνυμα: μαρκιζάτο
- → δείτε και τις λέξεις μαργραβάτο και μαρκία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .