μαργράβος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαργράβος < (άμεσο δάνειο) γερμανική Markgraf (Mark + Graf) ελληνοποιημένη μορφή, μάλλον μέσω της γαλλικής margrave· κυριολεκτικά: ο κόμης των συνόρων • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαργράβος αρσενικό
- (ιστορία) γερμανικός τίτλος ευγενείας για άρχοντες-φύλακες παραμεθόριων επαρχιών της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, ισοδύναμος του γαλλικού τίτλου του μαρκησίου και με ανάλογη θέση με τους ακρίτες του Βυζαντίου
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- μαργράβος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαργράβος
Πηγές
επεξεργασία- Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 1938.