μακαριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μακαριά | οι | μακαριές |
γενική | της | μακαριάς | των | μακαριών |
αιτιατική | τη | μακαριά | τις | μακαριές |
κλητική | μακαριά | μακαριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μακαριά < καθαρεύουσα και μεσαιωνική ελληνική μακαρία, ουσιστικοποιημένο θηλυκό του μακάριος < αρχαία ελληνική μάκαρ (ο ευλογημένος, ο ευτυχής)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμακαριά θηλυκό (πιο δόκιμο στον ενικό)
- το φαγητό που σύμφωνα με το έθιμο προσφέρεται μετά την κηδεία από τους συγγενείς του μακαρίτη
- (λαογραφία) ψυχόπιτα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μακαριά
|