Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νεκρόδειπνο τα νεκρόδειπνα
      γενική του νεκρόδειπνου των νεκρόδειπνων
    αιτιατική το νεκρόδειπνο τα νεκρόδειπνα
     κλητική νεκρόδειπνο νεκρόδειπνα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεκρόδειπνο < νεκρό- + δείπνο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεκρόδειπνο ουδέτερο

  1. το δείπνο που παρατίθεται μετά την κηδεία συνήθως στο σπίτι του νεκρού)
     συνώνυμα: μακαριά
  2. (αρχαιολογία) επιτύμβιο ανάγλυφο που παρουσιάζει σκηνή από συμπόσιο [1]

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία