↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μέγκλα οι μέγκλες
      γενική της μέγκλας
    αιτιατική τη μέγκλα τις μέγκλες
     κλητική μέγκλα μέγκλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μέγκλα < (άμεσο δάνειο) ποντιακή μέγκλα (πέος) που θεωρήθηκε εύσημο στην αργκό < δημώδης λατινική mencla < λατινική mentula, ενώ παρετυμολογική ήταν η σύνδεση με τη φράση made in England (συνεκδοχικά, υψηλής ποιότητας). [1][2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μέγκλα θηλυκό

  1. (αργκό) μάγκικη έκφραση που εννοούσε το άριστο, το πολύ καλό, και έφτασε να αναφέρεται εκτός από αντικείμενα και σε καταστάσεις
  2. (παρωχημένο) το ανδρικό μόριο, το πέος
    ※  Μέγκλα (ή) , κωμικώς το ανδρικόν αιδοίον (Σύγγραμμα περιοδικόν, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, Κωνσταντινούπολη, τόμος 16, σελ. 150, 1888)
    ※  Μέγκλος, ου, s. m. Μέγκλα, ας s. f. vul. a big fellow, big wench (Νικόλαος Κοντόπουλος, Ελληνοαγγλικό λεξικό, έκδοση 3η, εκδ. Αντωνιάδης, Αθήνα, 1889, σελ. 310 [1])

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. μέγκλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. «μέγκλα (& μέγκλος)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)