Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈluks/

λουξ άκλιτο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λουξ ουδέτερο άκλιτο

  1. (παρωχημένο) είδος φωτιστικού (που καίει πετρέλαιο ή άλλο υλικό)
  2. (φυσική, ηλεκτρολογία) μονάδα μέτρησης που μετράει την φωτεινή ισχύ (λούμεν) ανά περιοχή
    σύμβολο: lx

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 9602310367. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)