luxus
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- luxus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewg- (κάμπτω, συστρέφω)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
luxus αρσενικό
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | luxus | luxūs |
γενική | luxūs | luxuum |
δοτική | luxuī | luxibus |
αιτιατική | luxum | luxūs |
κλητική | luxus | luxūs |
αφαιρετική | luxū | luxibus |
Πηγές επεξεργασία
- luxus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.