Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
lx
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Διεθνείς όροι
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
lx
<
γερμανική
Lux
<
λατινική
lux
<
πρωτοϊταλική
*louks <
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
*
lewk
- (
λευκός
,
λαμπερός
,
φωτεινός
)
Σύμβολο
επεξεργασία
lx
(
ηλεκτρολογία
,
φυσική
)
λουξ